- οἰκήτορες
- οἰκήτωρinhabitantmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RHAPTON — Graece Ῥαπτὸν, promontor. Barbariae, a quo urbs totius huius regionis Metropolis Ῥαπτὰ et portus et emporium. Stephanus, Ῥαπταὶ μητρόπολις τῶ εντὸς Αἰθιόπων, οἱ οἰκήτορες Ῥάψιοι ἐςτὶ δὲ καὶ μητρόπολις τῆς Βαρβαρίας τὰ Ῥαπτὰ, Rhaptae metropolis… … Hofmann J. Lexicon universale
οικήτωρ — οἰκήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. κάτοικος («χθονός τῆσδ εὐμενοῡς οἰκήτορας», Σοφ.) 2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.) 3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» οι νεκροί β) «οἰκήτωρ θεοῡ» κάτοικος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ +… … Dictionary of Greek
προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… … Dictionary of Greek